αζύγιστος

αζύγιστος
-η, -ο [ζυγίζω]
1. αυτός που δεν τόν έχουν ζυγίσει και αυτός που δεν είναι δυνατό να ζυγιστεί ή που ζυγίζεται με δυσκολία, λόγω τού μεγάλου βάρους του
2. που ξοδεύεται άσκοπα, χωρίς υπολογισμό
3. (για λόγια) ασυλλόγιστος, επιπόλαιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζύγιστος — αζύγιστος, η, ο και αζύγιαστος, η, ο 1. αυτός που δε ζυγίστηκε: Τα αβγά πουλιούνται αζύγιστα. 2. αστόχαστος: Είπε λόγια αζύγιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζυγοστάτιστος — ἀζυγοστάτιστος, ον (Μ) [ζυγοστατῶ] αζύγιστος …   Dictionary of Greek

  • αζύγιαστος — η, ο ο αζύγιστος …   Dictionary of Greek

  • αμειαγώγητος — ἀμειαγώγητος, ον (Μ) [μειαγωγῶ] αζύγιστος …   Dictionary of Greek

  • αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αστάφνιστος — και αστάφνιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος») 2. ο αζύγιστος 3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”