αζύγιστος — αζύγιστος, η, ο και αζύγιαστος, η, ο 1. αυτός που δε ζυγίστηκε: Τα αβγά πουλιούνται αζύγιστα. 2. αστόχαστος: Είπε λόγια αζύγιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζυγοστάτιστος — ἀζυγοστάτιστος, ον (Μ) [ζυγοστατῶ] αζύγιστος … Dictionary of Greek
αζύγιαστος — η, ο ο αζύγιστος … Dictionary of Greek
αμειαγώγητος — ἀμειαγώγητος, ον (Μ) [μειαγωγῶ] αζύγιστος … Dictionary of Greek
αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
αστάφνιστος — και αστάφνιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος») 2. ο αζύγιστος 3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω] … Dictionary of Greek